ὑποχωρητικά

ὑποχωρητικά
ὑποχωρητικός
relaxing
neut nom/voc/acc pl
ὑποχωρητικά̱ , ὑποχωρητικός
relaxing
fem nom/voc/acc dual
ὑποχωρητικά̱ , ὑποχωρητικός
relaxing
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κορεννύω — (ΑM κορεννύω, Α και κορέννυμι και κορέω και κορέσκω [στη νεοελλ. συν. στον μέλλ., αόρ. και παρακμ.]) 1. γεμίζω κάτι όσο το δυνατό περισσότερο, υπερπληρώ «κορέσαι στόμα... ἐμᾱς σαρκός», Σοφ.) 2. προκαλώ σε κάποιον το αίσθημα τού χορτασμού ή… …   Dictionary of Greek

  • -ας — ονοματική κατάληξη της νέας Ελληνικής, η οποία χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό αρσενικών πρωτοκλίτων αντί των αρχαίων δευτεροκλίτων σε ος (πρβλ. έγγονας, εύζωνας, κάβουρας, κάπελας, κότσυφας, μάγειρας, Φίλιππας). Ο μεταπλασμός προήλθε κατά τα… …   Dictionary of Greek

  • Σκίρτος — ὁ, Α 1. προσωνυμία Σατύρου 2. στον πληθ. οἱ Σκίρτοι οι ακόλουθοι τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. Από αμάρτυρο προσηγορικό *σκίρτος (υποχωρητικά < σκιρτῶ)] …   Dictionary of Greek

  • άδειος — (I) ἄδειος, ον (Α) ο άφοβος, ο απτόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄ στερητ. + δFεῖος, το (= δέος, το) πρβλ. δει λός, δει νός]. (II) α, ο αυτός που δεν έχει περιεχόμενο, αδειανός, κενός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδειάζω υποχωρητικά (πρβλ. αγιάζω > άγιος). ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek

  • άλαλκε — ἄλαλκε (Α) (γ΄ ενικό πρόσ. αορ. β΄) απομακρύνω απωθώ βλ. και ἀλέξω. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός και ποιητικός γενικότερα ρηματικός τ. (γ΄ ενικού πρόσ. και αορ. β΄) που σχηματίζεται από τη μονοσύλλαβη ρ. ἀλκ με αναδιπλασιασμό. Μεταπτωτική βαθμίδα τής ίδιας… …   Dictionary of Greek

  • άλων — ἅλων ( ωνος), η (Α) 1. (ιδιαίτερα στις πλάγιες πτώσεις) ἅλως* αλώνι 2. (στον πληθ. το «αλώνι» τού φεγγαριού (βλ. άλως). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε υποχωρητικά από τη μτγν. γενική ἅλωνος τού αττικόκλιτου ουσ. ἅλως, ο (βλ. και αλωή). ΠΑΡ. ἁλώνιον. ΣΥΝΘ …   Dictionary of Greek

  • άμη — ἄμη, η (Α) 1. σκαπτικό γεωργικό εργαλείο, φτυάρι, τσάπα 2. κουβάς, σκάφη 3. εργαλείο για την αποκοπή ξερών χόρτων ή θάμνων, γκόσα, κοσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής τεχνικής ορολογίας, που δηλώνει εργαλείο κατάλληλο για μάζεμα, συγκέντρωση, στοίβαγμα,… …   Dictionary of Greek

  • άνθεμον — ἄνθεμον, το (Α) 1. άνθος, λουλούδι 2. ονομασία φυτού, πιθ. η Ἀνθεμίς 3. άνθη που τα χρησιμοποιούσαν στη φαρμακευτική. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. με τον τ. «άν θος». Χρησιμοποιείται συχνά για να προσδιορίσει στολίδια κοσμημάτων, αγγείων κλπ., καθώς… …   Dictionary of Greek

  • αΐω — (I) ἀΐω (Α) [ᾰ] (επικό και λυρικό ρήμα) 1. αντιλαμβάνομαι με την ακοή, ακούω 2. αντιλαμβάνομαι με τα μάτια, βλέπω 3. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, εννοώ 4. βάζω αφτί, προσέχω 5. υποτάσσομαι, υπακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητική λ. που απαντά… …   Dictionary of Greek

  • αγαπίζω — 1. συμφιλιώνω, συμβιβάζω 2. συμφιλιώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. αντί τού αγαπώ, που σχηματίστηκε υποχωρητικά από τον αόρ. αγάπησα, αναλογικά προς τύπους αορ. σε ίσα, που σχηματίζουν κανονικά τον ενεστώτα τους σε ίζω (πρβλ. αλώνισα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”